ἀνίας

ἀνίας
ἀνίᾱς , ἀνία
grief
fem acc pl
ἀνίᾱς , ἀνία
grief
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἀ̱νίᾱς , ἀνιάω
grieve
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀνίᾱς , ἀνιάω
grieve
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνιᾷς — ἀνιάω grieve pres subj act 2nd sg ἀνιάω grieve pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἀνῑᾷς , ἀνιάζω grieve fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθανίας — κριθανίας, ὁ (Α) 1. όμοιος με κριθάρι 2. φρ. «κριθανίας πυρός» είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. ανίας (πρβλ. υφ ανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο τού σητανίας (πυρός)] …   Dictionary of Greek

  • λυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γραμματικός από την Κυρήνη (2ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε τα έργα Απορίαι και λύσεις και Περί διθυραμβοποιών, καθώς επίσης υπομνήματα στον Όμηρο και στον Ευριπίδη. 2. Ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • σιτανίας — ὁ, Α 1. είδος δημητριακού 2. πιθ. διάφορη γραφή τού σητάνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα ανίας (πρβλ. ὑφ ανίας)] …   Dictionary of Greek

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”